θεριεύω

θεριεύω
[θεριό]
1. γίνομαι άγριος σαν θηρίο
2. ανακτώ δυνάμεις ή αποκτώ δυνάμεις που δεν είχα ή εντείνω τις δυνάμεις μου («ο στρατός θέριεψε όταν άρχισε η επίθεση»)
3. (για φυτά) φουντώνω, γίνομαι πυκνός («θέριεψε ο πλάτανος»)
4. αυξάνομαι πολύ, αναπτύσσομαι πολύ («θέριεψε η επιχείρηση»)
5. (για θάλασσα, ποταμό ή αέρα) γίνομαι ορμητικός και βίαιος («θέριεψε το πέλαγο»)
6. παροιμ. α) «θέριεψε κι η αλεπού και ρίχτηκε στις κότες» — για πονηρούς και δόλιους που προσποιούνται οργή
β) «που δεν φάει θεριό δεν θεριεύει» — αν κάποιος δεν εκμεταλλευτεί πλούσιο ή δεν καρπωθεί ξένη περιουσία δεν πλουτίζει.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • θεριεύω — θεριεύω, θέριεψα, θεριεμένος βλ. πίν. 17 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • θεριεύω — θέριεψα, θεριεμένος, αναπτύσσομαι υπερβολικά, γιγαντώνομαι: Θέριεψε μέσα τους ο πόθος της λευτεριάς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αθέριευτος — η, ο [θεριεύω] αυτός που δεν θέριεψε. δεν απόκτησε δύναμη, δεν αυξήθηκε ή δεν έχει ζωτικότητα …   Dictionary of Greek

  • θέριεμα — το [θεριεύω] 1. το να θεριεύει κάτι 2. ανάπτυξη, αύξηση («το θέριεμα τού αμπελιού») …   Dictionary of Greek

  • θεριώνω — [θεριό] θεριεύω …   Dictionary of Greek

  • θηριώ — θηριῶ, όω (ΑΜ) [θηρίο] μσν. (η μτχ. παθ. παρακ. ως επίθ.) θηριωμένος και θεριωμένος, η, ο αυτός που ανήκει σε θηρίο, ο θηριώδης αρχ. 1. μεταβάλλω κάποιον σε θηρίο 2. (για τόπους) είμαι γεμάτος φίδια, ερπετά 3. (ιατρ. για πληγές) γίνομαι κακοήθης …   Dictionary of Greek

  • θρασομανώ — άω 1. φουντώνω, θεριεύω 2. εμφανίζομαι με ζωηρότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θράσος + μανώ (< μανής < μαίνομαι), πρβλ. λυσσο μανώ] …   Dictionary of Greek

  • θεριακώνω — θεριακώθηκα, θεριακωμένος, θεριεύω, γιγαντώνομαι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”