- θεριεύω
- [θεριό]1. γίνομαι άγριος σαν θηρίο2. ανακτώ δυνάμεις ή αποκτώ δυνάμεις που δεν είχα ή εντείνω τις δυνάμεις μου («ο στρατός θέριεψε όταν άρχισε η επίθεση»)3. (για φυτά) φουντώνω, γίνομαι πυκνός («θέριεψε ο πλάτανος»)4. αυξάνομαι πολύ, αναπτύσσομαι πολύ («θέριεψε η επιχείρηση»)5. (για θάλασσα, ποταμό ή αέρα) γίνομαι ορμητικός και βίαιος («θέριεψε το πέλαγο»)6. παροιμ. α) «θέριεψε κι η αλεπού και ρίχτηκε στις κότες» — για πονηρούς και δόλιους που προσποιούνται οργήβ) «που δεν φάει θεριό δεν θεριεύει» — αν κάποιος δεν εκμεταλλευτεί πλούσιο ή δεν καρπωθεί ξένη περιουσία δεν πλουτίζει.
Dictionary of Greek. 2013.